- γιασάκι
- το обл грабёж, расхищение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιασάκι — το λαφυραγωγία, λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yasak] … Dictionary of Greek